σκαλωτός

σκαλωτός
η , ό ступенчатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκαλωτός" в других словарях:

  • σκαλωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σκαλωτός — ή, ό κλιμακωτός, αυτός που έχει βαθμίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»